απρονόητος

απρονόητος
-η, -ο (AM ἀπρονόητος, -ον)
1. αυτός που δεν προνοεί, που δεν παίρνει εκ των προτέρων τα κατάλληλα μέτρα, απερίσκεπτος
2. αυτός για τον οποίο δεν έλαβε κανείς πρόνοια, απρόβλεπτος, ξαφνικός
αρχ.
1. (για χώρα) αφύλαχτη
2. (για τόπο) ανεξερεύνητος, άγνωστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπρονόητος — unpremeditated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρονόητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προνοεί για το μέλλον, ο απερίσκεπτος, ο επιπόλαιος: Όλα αυτά έδειχναν πως ήταν ένας απρονόητος έμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπρονοήτως — ἀπρονόητος unpremeditated adverbial ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρονόητον — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem acc sg ἀπρονόητος unpremeditated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρονοήτοις — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρονοήτου — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρονοήτους — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρονοήτων — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρονοήτῳ — ἀπρονόητος unpremeditated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρονόητα — ἀπρονόητος unpremeditated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”